épousailles
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
< espousailles < από το λατινικό sponsalia, αρραβώνες < sponsus, ο σύζυγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
épousailles (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- τα στεφανώματα
< espousailles < από το λατινικό sponsalia, αρραβώνες < sponsus, ο σύζυγος
épousailles (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό