épiscopal
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- épiscopal < épiscope
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épiscopal | épiscopaux |
θηλυκό | épiscopale | épiscopales |
épiscopal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épiscopal | épiscopaux |
θηλυκό | épiscopale | épiscopales |
épiscopal (fr)