éloquent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éloquent | éloquents |
θηλυκό | éloquente | éloquentes |
éloquent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éloquent | éloquents |
θηλυκό | éloquente | éloquentes |
éloquent (fr)