écrivassier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- écrivassier < écrivasser
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écrivassier | écrivassiers |
θηλυκό | écrivassière | écrivassières |
écrivassier (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écrivassier | écrivassiers |
θηλυκό | écrivassière | écrivassières |
écrivassier (fr) αρσενικό
- (ειρωνικό) μέτριος συγγραφέας, χωρίς ταλέντο