Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθρέπτης < → δείτε τη λέξη καθρέφτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθρέπτης αρσενικό

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία