καθρέπτης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθρέπτης < → δείτε τη λέξη καθρέφτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθρέπτης αρσενικό
- άλλη μορφή του καθρέφτης
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- καθρέπτες (πληθυντικός)
Πηγές επεξεργασία
- καθρέπτης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- καθρέφτης, καθρέπτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].