Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις εμφύλιος και πόλεμος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εμφύλιος πόλεμος αρσενικό

  • πόλεμος στον οποίο και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ανήκουν στο ίδιο κράτος ή την ίδια εθνότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία