διελκυστίνδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διελκυστίνδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διελκυστίνδα (επίρρημα που θεωρήθηκε ουσιαστικό)[1] Δείτε και τη σημασία του ουσιαστικού και διά, ἕλκω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.el.ciˈstin.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ελ‐κυ‐στίν‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διελκυστίνδα θηλυκό
- παιχνίδι ανταγωνισμού με σχοινί ή άλλο μηχανισμό, στα άκρα του οποίου βρίσκονται αντίπαλα άτομα ή ομάδες που προσπαθούν, τραβώντας το σχοινί ή το μηχανισμό, να παρασύρουν τον αντίπαλο προς το μέρος τους
- (μεταφορικά) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ δύο αντιπάλων για την επικράτηση σε κάποιο χώρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
διελκυστίνδα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διελκυστίνδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διελκυστίνδα < αρχαία ελληνική διέλκω, διελκυστ- + παραγωγικό επίθημα -ίνδα (ως προσδιοριστικό παιχνιδιών) < διά + ἕλκω
Επίρρημα επεξεργασία
διελκυστίνδα
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
- διελκυστίνδα παίζειν
Ουσιαστικό επεξεργασία
διελκυστίνδα θηλυκό
- → χρειάζεται παράθεμα (Πολυδεύκης, γραμματικός, Ονομαστ.9.112-113.)
Πηγές επεξεργασία
- διελκυστίνδα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.