βώλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βώλος | οι | βώλοι |
γενική | του | βώλου | των | βώλων |
αιτιατική | τον | βώλο | τους | βώλους |
κλητική | βώλε | βώλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βώλος < αρχαία ελληνική βῶλος ή γώλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
βώλος αρσενικό
- γυάλινο (ή κι από άλλο υλικό) σφαιρίδιο
- (συνεκδοχικά) το παιχνίδι που παίζεται με το 1