Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈzɛstaf/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

zestaw (pl) αρσενικό

  1. το σετ (σύνολο πραγμάτων)
  2. η συλλογή, η ανθολογία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

zestaw (pl)

  • β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος zestawić