Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zbliżenie zbliżenia
γενική zbliżenia zbliżeń
δοτική zbliżeniu zbliżeniom
αιτιατική zbliżenie zbliżenia
οργανική zbliżeniem zbliżeniami
τοπική zbliżeniu zbliżeniach
κλητική zbliżenie zbliżenia

  Ετυμολογία επεξεργασία

zbliżenie < zbliżać / zbliżyć

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

zbliżenie (pl) ουδέτερο

  1. η προσέγγιση
  2. (φωτογραφία) το κοντινό