zbliżenie
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zbliżenie | zbliżenia |
γενική | zbliżenia | zbliżeń |
δοτική | zbliżeniu | zbliżeniom |
αιτιατική | zbliżenie | zbliżenia |
οργανική | zbliżeniem | zbliżeniami |
τοπική | zbliżeniu | zbliżeniach |
κλητική | zbliżenie | zbliżenia |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
zbliżenie (pl) ουδέτερο
- η προσέγγιση
- (φωτογραφία) το κοντινό