Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

yakmak (tr)

  1. καίω, καταστρέφω με τη φωτιά.
    düşmanlar köyümüzü yaktı(lar)
    οι εχθροί έκαψαν το χωριό μας

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία