Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wysokość wysokości
γενική wysokości wysokości
δοτική wysokości wysokościom
αιτιατική wysokość wysokości
οργανική wysokością wysokościami
τοπική wysokości wysokościach
κλητική wysokości wysokości

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wysokość (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία