Ουσιαστικό

επεξεργασία

wymioty (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. ο εμετός
    • η ενέργεια
    • το υλικό που αποβάλλεται, το έμεσμα

Συγγενικά

επεξεργασία