Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

wryly < wry + -ly. (μαρτυρείται από το 1570 περίπου)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈraɪ.li/
 
ομόηχα: Riley, wrily, wrylie

  Επίρρημα επεξεργασία

παραθετικά
θετικός wryly
συγκριτικός more wryly
υπερθετικός most wryly

wryly (en)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. wryly - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)

  Πηγές επεξεργασία