ενικός         πληθυντικός  
worldview worldviews

  Ετυμολογία

επεξεργασία
worldview < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Weltanschauung. Μορφολογικά αναλύεται σε world + view

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

worldview (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία