Ετυμολογία

επεξεργασία
wokeism < woke + -ism

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈwəʊkɪzəm/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wokeism (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • woke στην αγγλική Βικιπαίδεια