Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

wnuczek (pl) < υποκοριστικό από το wnuk (pl)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wnuczek (pl) αρσενικό

  • υποκοριστικό από το εγγονός, το εγγονάκι