Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική winnica winnice
γενική winnicy winnic
δοτική winnicy winnicom
αιτιατική winnicę winnice
οργανική winnicą winnicami
τοπική winnicy winnicach
κλητική winnico winnice

  Ουσιαστικό επεξεργασία

winnica (pl) θηλυκό