whodunit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
whodunit | whodunits |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌhuːˈdʌn.ɪt/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : who‐dun‐it
ενικός | πληθυντικός |
whodunit | whodunits |