vulvo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vulvo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vulvo | vulvoj |
αιτιατική | vulvon | vulvojn |
vulvo (eo)
- το αιδοίο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vulvo | vulvoj |
αιτιατική | vulvon | vulvojn |
vulvo (eo)