vocabolario
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vocabolario < μεσαιωνική λατινική vocabolarium παράγωγο του vocabolum
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
vocabolario | vocabolarii |
vocabolario (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vocabolario | vocabolarii |
vocabolario (it)