vitriolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vitriolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vitriolo | vitrioloj |
αιτιατική | vitriolon | vitriolojn |
vitriolo (eo)
- το βιτριόλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vitriolo | vitrioloj |
αιτιατική | vitriolon | vitriolojn |
vitriolo (eo)