Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
viole violes

viole (fr) θηλυκό

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

viole (fr)

  • → δείτε τη λέξη violer

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία