vilaĝano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.laˈd͡ʒa.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vilaĝano | vilaĝanoj |
αιτιατική | vilaĝanon | vilaĝanojn |
vilaĝano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vilaĝano | vilaĝanoj |
αιτιατική | vilaĝanon | vilaĝanojn |
vilaĝano (eo)