vigleco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vigleco | viglecoj |
αιτιατική | viglecon | viglecojn |
vigleco (eo)
- η ζωντάνια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vigleco | viglecoj |
αιτιατική | viglecon | viglecojn |
vigleco (eo)