videbla
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | videbla | videblaj |
αιτιατική | videblan | videblajn |
videbla (eo)
- που μπορεί να εμφανιστεί, που μπορεί κάποιος να δει
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | videbla | videblaj |
αιτιατική | videblan | videblajn |
videbla (eo)