veziro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- veziro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veziro | veziroj |
αιτιατική | veziron | vezirojn |
veziro (eo)
- ο βεζίρης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veziro | veziroj |
αιτιατική | veziron | vezirojn |
veziro (eo)