vejno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vejno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vejno | vejnoj |
αιτιατική | vejnon | vejnojn |
vejno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vejno | vejnoj |
αιτιατική | vejnon | vejnojn |
vejno (eo)