vegetalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vegetalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vegetalo | vegetaloj |
αιτιατική | vegetalon | vegetalojn |
vegetalo (eo)
- το φυτό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vegetalo | vegetaloj |
αιτιατική | vegetalon | vegetalojn |
vegetalo (eo)