variolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- variolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | variolo | varioloj |
αιτιατική | variolon | variolojn |
variolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | variolo | varioloj |
αιτιατική | variolon | variolojn |
variolo (eo)