valvo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- valvo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valvo | valvoj |
αιτιατική | valvon | valvojn |
valvo (eo)
- η βαλβίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valvo | valvoj |
αιτιατική | valvon | valvojn |
valvo (eo)