valuto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- valuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valuto | valutoj |
αιτιατική | valuton | valutojn |
valuto (eo)
- το συνάλλαγμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valuto | valutoj |
αιτιατική | valuton | valutojn |
valuto (eo)