vaksotolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vaksotolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vaksotolo | vaksotoloj |
αιτιατική | vaksotolon | vaksotolojn |
vaksotolo (eo)
- το λαδόπανο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vaksotolo | vaksotoloj |
αιτιατική | vaksotolon | vaksotolojn |
vaksotolo (eo)