Ετυμολογία

επεξεργασία
vagabondage < vagabonder

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vagabondage vagabondages

vagabondage (fr) αρσενικό

  1. η πράξη ή η συνήθεια της άσκοπης περιπλάνησης
  2. η αλητεία
  3. (μεταφορικά) η κατάσταση κατά την οποία η φαντασία περνά από μια σκέψη στην άλλη, που εξαρτάται από αυτήν