vagabondage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.ɡa.bɔ̃.daʒ/
Ετυμολογία
επεξεργασία- vagabondage < vagabonder
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vagabondage | vagabondages |
vagabondage (fr) αρσενικό
- η πράξη ή η συνήθεια της άσκοπης περιπλάνησης
- η αλητεία
- (μεταφορικά) η κατάσταση κατά την οποία η φαντασία περνά από μια σκέψη στην άλλη, που εξαρτάται από αυτήν