Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.dʁuj/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vadrouille vadrouilles

vadrouille (fr) θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) εργαλείο καθαρισμού αποτελούμενο από πολλά σχοινιά στην άκρη ενός ξύλου
  2. (μεταφορικά) (οικείο) πόρνη
  3. (οικείο) η βόλτα, ο περίπατος, η τσάρκα