unworkable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unworkable |
συγκριτικός | more unworkable |
υπερθετικός | most unworkable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunworkable (en)
- ανεφάρμοστος, που ρεαλιστικά δεν μπορεί να εφαρμοστεί
- ⮡ The proposed solution is unworkable.
- Η λύση που προτείνεται είναι ανεφάρμοστη.
- ⮡ The proposed solution is unworkable.