uniflore
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | uniflore | uniflores |
θηλυκό | unifloree | uniflorees |
Επίθετο
επεξεργασίαuniflore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | uniflore | uniflores |
θηλυκό | unifloree | uniflorees |
uniflore (fr) αρσενικό ή θηλυκό