παραθετικά
θετικός unfamiliar
συγκριτικός more unfamiliar
υπερθετικός most unfamiliar

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unfamiliar < un- + familiar

  Επίθετο

επεξεργασία

unfamiliar (en)

  1. άγνωστος, που δεν γνωρίζω
    ⮡  The word was unfamiliar to me, but I understood what it meant from the context.
    Η λέξη μου ήταν άγνωστη, αλλά κατάλαβα τι σήμαινε από τα συμφραζόμενα.
  2. (unfamiliar with) ανεξοικείωτος με κάτι, μην εξοικειωμένος με κάτι, που δεν έχει εξοικειωθεί με κάτι
    ⮡  We are unfamiliar with new technologies.
    Είμαστε ανεξοικείωτοι με τις νέες τεχνολογίες.
    ⮡  He is unfamiliar with the internet.
    Δεν είναι εξοικειωμένος με το διαδίκτυο.
    ⮡  I’m unfamiliar with Greek poetry.
    Δεν είμαι εξοικειωμένη με την ελληνική ποίηση.