undefeated (en) (χωρίς παραθετικά)
- αήττητος, ανίκητος, που δεν έχει νικηθεί
- ⮡ They crushed their, up until then, undefeated opponents.
- Κατατρόπωσαν τους ως τότε αήττητους αντιπάλους.
- ⮡ He’s proud he is undefeated in chess.
- Υπερηφανεύεται ότι είναι ανίκητος στο σκάκι.
- ≈ συνώνυμα: unbeaten