Ετυμολογία

επεξεργασία
undefeated < un- + defeated

undefeated (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αήττητος, ανίκητος, που δεν έχει νικηθεί
      They crushed their, up until then, undefeated opponents.
    Κατατρόπωσαν τους ως τότε αήττητους αντιπάλους.
      He’s proud he is undefeated in chess.
    Υπερηφανεύεται ότι είναι ανίκητος στο σκάκι.
     συνώνυμα: unbeaten