unattractive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unattractive |
συγκριτικός | more unattractive |
υπερθετικός | most unattractive |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- unattractive < un- + attractive
Επίθετο
επεξεργασία
unattractive (en)
- μη ελκυστικός
- ⮡ I find them very unattractive.
- Τους βρίσκω πολύ μη ελκυστικούς.
- ⮡ I find them very unattractive.