tulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tulo | tuloj |
αιτιατική | tulon | tulojn |
tulo (eo)
- το τούλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tulo | tuloj |
αιτιατική | tulon | tulojn |
tulo (eo)