trotte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trotte | trottes |
trotte (fr) θηλυκό
- (οικείο) αρκετά μεγάλη απόσταση δρόμου για να την περπατήσει κανείς
- ça fait une trotte - είναι αρκετός δρόμος
ενικός | πληθυντικός |
trotte | trottes |
trotte (fr) θηλυκό