Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
trognon trognons

trognon (fr) αρσενικό

  • το κεντρικό μέρος ενός φρούτου που μένει αφού φαγωθεί το υπόλοιπο