troglodito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- troglodito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | troglodito | trogloditoj |
αιτιατική | trogloditon | trogloditojn |
troglodito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | troglodito | trogloditoj |
αιτιατική | trogloditon | trogloditojn |
troglodito (eo)