Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
trivalve
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
trivalve
trivalves
Επίθετο
επεξεργασία
trivalve
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
που έχει τρεις
βαλβίδες
(
ζωολογία
) (
για κέλυφος
) που έχει τρεις
θύρες