tritiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tritiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tritiko | tritikoj |
αιτιατική | tritikon | tritikojn |
tritiko (eo)
- το σιτάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tritiko | tritikoj |
αιτιατική | tritikon | tritikojn |
tritiko (eo)