Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

travelo < travesti + -lo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
travelo travelos

travelo (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία