transversal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transversal | transversaux |
θηλυκό | transversale | transversales |
Επίθετο
επεξεργασίαtransversal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transversal | transversaux |
θηλυκό | transversale | transversales |
transversal (fr)