translatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | translatif | translatifs |
θηλυκό | translative | translatives |
Επίθετο
επεξεργασίαtranslatif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | translatif | translatifs |
θηλυκό | translative | translatives |
translatif (fr)