transfermien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transfermien | transfermiens |
θηλυκό | transfermienne | transfermiennes |
Επίθετο
επεξεργασίαtransfermien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transfermien | transfermiens |
θηλυκό | transfermienne | transfermiennes |
transfermien (fr)